βωβύζειν

βωβύζειν
βωβύζειν· σαλπίζειν, Hsch. [full] βῴδιον, τό,
A = βοΐδιον, Id. [full] βωθέω, [dialect] Ion. [var] contr. for βοηθέω, v.l. in Hdt.8.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουβός — ή, ό (AM βωβός και Μ βουβός, ή, όν) αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος 2. το ουδ. ως ουσ. ξύλινη δοκός, χοντρή και ανθεκτική αρχ. φρ. «βωβά πρόσωπα» πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”